- εκρωσίζω
- εκρώσισα, εκρωσίστηκα, εκρωσισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε ρωσικό ή ανθρώπους ξένης εθνικότητας σε Ρώσους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκρωσίζω — 1. κάνω κάποιον Ρώσο ή να αποδεχθεί τη ρωσική εθνικότητα ή τα ρωσικά ήθη 2. μεταβάλλω κάτι σε ρωσικό 3. (για λέξεις) ακολουθώ ή ρυθμίζω κατά το τυπικό τής ρωσικής γλώσσας … Dictionary of Greek
εκρωσισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρωσίζω … Dictionary of Greek